Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕρπνουν — masc/fem acc sg ἕρπνουν neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπνουν — ἔρπουν (Α) λέξη που έπλασε ο Πλάτων για να ετυμολογήσει τη λ. τερπνόν … Dictionary of Greek